Δευτέρα 7 Απριλίου 2014

H Κοκκινοτσουπρίτσα

10 Ιανουαρίου 2014


Αγόρι μου μεγάλωσες λίγο τώρα και δεν μου πάει η καρδιά να σου λέω ψεύτικα παραμύθια… Θα ήθελα να είμαστε πάντα ειλικρινείς μεταξύ μας, γι’ αυτό και θα σου πω όλη την αλήθεια.. Για να μην συνηθίσεις τώρα να ακούς «ωραία» παραμύθια κι όταν μεγαλώσεις αρχίσεις να τα τρως αμάσητα… Σσσσς… Άκου λοιπόν πώς έχει το πράγμα…
Η μικρή μας τσούπρα, η κοκκινο-τσουπρίτσα ονομάστηκε έτσι γιατί φορούσε συνεχώς το ίδιο ζευγάρι κόκκινες ζαρτιέρες που της είχε πάρει δώρο η νονά της για τα 18α γενέθλιά της και την είχε ορκίσει να μην της βγάλει ποτέ από πάνω της μόνη της… Μόνο τα χέρια του αγαπημένου της θα μπορούσαν να τις βγάλουν… Εκείνη βέβαια, πήρε και ασορτί σουτιέν bra, με την ενίσχυση την ανυψωτική, δεν ήθελε να κυκλοφορεί σαν την τρελή, άλλο σουτιέν άλλη ζαρτιέρα…
Ζούσανε με τη μαμά της σε ένα σπιτάκι αυθαίρετο, που το γλίτωσαν από την κατεδάφιση με μέσο το 1993, σε μία κατάφυτη περιοχή στα προάστια. Η μαμά της την είχε μη βρέξει και μη στάξει, εξού και πάντα της φόραγε και μία κόκκινη σκούφια για να μην την πονέσουν τα αυτάκια της από την υγρασία του δάσους..
Kαι η κόκκινη σκούφια θέλει και το κόκκινο παλτό και την κόκκινη τσάντα τη λουστρίνι (μία τσάντα είχανε μάνα-κόρη, από έναν γάμο το 1982 την είχε η μάνα) και την κρατούσαν εναλλάξ…
Πήγε και αγόρασε και η τσούπρα ένα ζευγάρι γόβες 18ποντες με τη σόλα την 3πατη, κι ήρθε κι έμοιαζε στη Lady Gaga που έχει πιάσει δουλειά στη Vodafone.. Και μία ωραία πρωία, μαλώνει με τη μάνα της γιατί έπλυνε τη σκούφια τη μάλλινη στους 60 βαθμούς κι ήρθε κι έγινε το χρώμα της σαν το νύχι το βαμμένο εδώ και δυο βδομάδες μετά από πλύσιμο πιάτων και τρίψιμο ταψιών, και πήρε το βαλιτσάκι της, ανοίγει την πόρτα και βουρ προς το δάσος τραβά…
Όχι αγαπητό μου παιδί, δεν έφυγε τόσο τυχαία με το βαλιτσάκι της η Κοκκινο-τσουπρίτσα μας… είχε ραντεβού με τον λεγάμενο, ένα νέο από άλλο χωριό, που στην περιοχή δεν τον ήξερε ούτε η μάνα του ούτε η μάνα της και κυρίως δεν ήξεραν από πού τραβάν τη σκούφια του…  Οι φίλοι του τον φώναζαν Λύκο, γιατί μήτε δεξιά έστριβε κεφάλι μήτε ζερβά, κι ήταν τριχωτός και επιβλητικός… πώς είναι ο μπαμπάς σου? Ε, όχι έτσι.
Συναντήθηκαν λοιπόν κρυφά και κάτω από τον ίσκιο ενός πλάτανου κι άρχισαν να κάνουν τα όνειρά τους και να ανακαλύπτουν από κοντά όλα όσα είχανε μάθει στο «Εμείς κι ο Κόσμος» της Πέμπτης Δημοτικού..  Κι αναστέναξαν οι πλαγιές, και συγκινήθηκαν τα ρυάκια, κι άστραψε ο Αυγερινός κι έκρυψε την Πούλια στις φτερούγες του, να μην έχει γκρίνιες… Η φύση ξύπνησε… τη γιαγιά που κοιμόταν στο δικό της σπιτάκι δεκατέσσερα δέντρα παραπέρα.. Και βγήκε η γιαγιά της μικρής και ακολούθησε το βουητό της φύσης… κι αρχίζει να βλέπει στο διάβα της μία 15ποντη γόβα, ένα φθαρμένο κόκκινο σκουφί, το μισό bra, την άλλη γόβα, που της είχε βγει ο πάτος ο 3πατος και ξαφνικά αντικρύζει μπροστά της τους δύο νέους μας μαλλιά κουβάρια… ξέμπλεκαν τις τρίχες στο στήθος του λύκου… Κι επειδή η γιαγιά δεν είναι καμιά χθεσινή, καμιά φοιτήτρια, αμέσως άρχισε να ψυλλιάζεται πως ίσως κάτι συνέβη μεταξύ τους… Και την πιάνει την μικρή από το μαλλί (που το έβλεπε για 1η φορά στη ζωή της) και την αρχίζει πού σε πονεί και πού σε σφάζει… Παντού την πονούσε και παντού την έσφαζε μετά από το τρίωρο κύλημα στις λάσπες… βλέπεις ο Λύκος μας, με την ανεργία στο 50% στους νέους, δεν μπορούσε να βρει μια δουλειά, να «τρουπώσει», να παίρνει κανά μεροκάματο να μπορεί να νοικιάσει κι αυτός μία αχυρένια καλύβα και να την πάει σινεμά, και τη βγάζανε με πασατέμπο και αράπικο φιστίκι.. Η δικιά μας η τρελή, την βαλίτσα για πού με το καλό την κουβάλησε μέσα στο δάσος, θα με σκάσει αυτό το κορίτσι… Έλεγα λοιπόν πως η γιαγιά έξαλλη άρχισε να κυνηγάει την Κοκκινοτσουπρίτσα, που πήρε παραμάσχαλα το βαλιτσάκι κι άρχισε να τρέχει γύρω γύρω από ένα πεύκο.. Ο Λύκος, επηρρεασμένος από τις ελληνικές ταινίες με τις οποίες γαλουχήθηκε, έπιασε την άλλη πλευρά του κορμού του πεύκου και κυνηγιότανε γύρω γύρω, και η βαλίτσα στον αέρα έκανε κύματα με τα χέρια της να κάνουν αγωνιώδεις ανατάσεις… και κάπου εκεί, τα έφτυσε και η γιαγιά, ξαπλώνει στο χώμα και βγάζει μια φωνή «Θα πάει μακριά η βαλίτσα?». Αυτή τη φωνή την άκουσε ένας κυνηγός, ο μπαμπάς της μικρής, που τρέχει με την καραμπίνα του προς το μέρος τους… Ο κυνηγός αντικρίζει πρώτα τη γνωστή κόκκινη 15ποντη γόβα, έπειτα ένα φθαρμένο κόκκινο σκουφί, μισό bra, την άλλη γόβα την 3πατη που της είχε φύγει ο πάτος και ξαφνικά βλέπει μπροστά του τη γιαγιά ξεθεωμένη, λαχανιασμένη, ξαπλωμένη σαν τον Βιρτούβιο Άνθρωπο στα χώματα με κλειστά μάτια να παραμιλάει.. Κι επειδή ο κυνηγός μας δεν είναι και το ξεφτέρι των στρουμφ, κάνει τον συνδυασμό στο μυαλό του με τα λίγα εγκεφαλικά κύτταρα, συνειδητοποιεί πως η γιαγιά την καταβρήκε στο δάσος και λιποθυμάει…
            Μου είπαν να σου πω πως οι δύο νέοι μας, ακόμα κυνηγιούνται γύρω από το πεύκο…
 Όμως στην πραγματικότητα, ζούμε εμείς καλά, κι αυτοί πολύ καλύτερα….

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου